- παραμεμιγμένας
- παραμεμιγμένᾱς , παραμίγνυμιperf part mp fem acc plπαραμεμιγμένᾱς , παραμίγνυμιperf part mp fem gen sg (doric aeolic)παραμεμῑγμένᾱς , παραμίγνυμιperf part mp fem acc plπαραμεμῑγμένᾱς , παραμίγνυμιperf part mp fem gen sg (doric aeolic)παραμεμῑγμένᾱς , παραμίγνυμιperf part mp fem acc plπαραμεμῑγμένᾱς , παραμίγνυμιperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.